- δωρήσομαι
- δωρέομαιgiveaor subj mp 1st sg (epic)δωρέομαιgivefut ind mp 1st sgδωρέωgiveaor subj mid 1st sg (epic)δωρέωgivefut ind mid 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.